ούμπαλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ούμπαλο τα ούμπαλα
      γενική του ούμπαλου των ούμπαλων
    αιτιατική το ούμπαλο τα ούμπαλα
     κλητική ούμπαλο ούμπαλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ούμπαλο < πιθανότατα από το καρούμπαλο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ούμπαλο ουδέτερο

  1. πιο ευγενική λέξη για το αρχίδι
    μας έχει πρήξει τα ούμπαλα με τις χαζομάρες που λέει και γράφει συνέχεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]