ούπατ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ούπατ < (άμεσο δάνειο) γερμανική Upat GmbH (από το όνομα της εταιρείας που τα κατασκεύαζε)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ούπατ ουδέτερο άκλιτο
- εξάρτημα από πλαστικό ή μέταλλο που τοποθετείται σε μια τρύπα σε τοίχο για να βιδώσουμε στο εσωτερικό του μια βίδα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από επωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)