Μετάβαση στο περιεχόμενο

οἰκήτωρ

Από Βικιλεξικό

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οἰκήτωρ < οἰκέω ( < οἶκος) + -τωρ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

οἰκήτωρ αρσενικό