οἰκογενής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / οἰκογενής τὸ οἰκογενές
      γενική τοῦ/τῆς οἰκογενοῦς τοῦ οἰκογενοῦς
      δοτική τῷ/τῇ οἰκογενεῖ τῷ οἰκογενεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν οἰκογεν τὸ οἰκογενές
     κλητική ! οἰκογενές οἰκογενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ οἰκογενεῖς τὰ οἰκογεν
      γενική τῶν οἰκογενῶν τῶν οἰκογενῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς οἰκογενέσ(ν) τοῖς οἰκογενέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς οἰκογενεῖς τὰ οἰκογεν
     κλητική ! οἰκογενεῖς οἰκογεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ οἰκογενεῖ τὼ οἰκογενεῖ
      γεν-δοτ τοῖν οἰκογενοῖν τοῖν οἰκογενοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οἰκογενής < (οἶκος) οἰκο- + -γενής (γίγνομαι)

Επίθετο[επεξεργασία]

οἰκογενής, -ής, -ές

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]