οἰκονόμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: οικονόμος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / οἰκονόμος οἱ/αἱ οἰκονόμοι
      γενική τοῦ/τῆς οἰκονόμου τῶν οἰκονόμων
      δοτική τῷ/τῇ οἰκονόμ τοῖς/ταῖς οἰκονόμοις
    αιτιατική τὸν/τὴν οἰκονόμον τοὺς/τὰς οἰκονόμους
     κλητική ! οἰκονόμε οἰκονόμοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  οἰκονόμω
γεν-δοτ τοῖν  οἰκονόμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «ἵππος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οἰκονόμος < οἰκο- + -νόμος < οἶκος + νέμω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οἰκονόμος, -ου αρσενικό ή θηλυκό

  1. νοικοκύρης, οικοδεσπότης, οικοδέσποινα
  2. κυβερνήτης
  3. επιστάτης, επίτροπος
  4. (οικονομικός) διαχειριστής

Παράγωγα[επεξεργασία]

παράγωγα & σύνθετα με οἰκονομ-

→ και δείτε τις λέξεις οἶκος, νόμος και νέμω

Πηγές[επεξεργασία]