οἰκωφελής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ οἰκωφελής | τὸ οἰκωφελές | οἱ, αἱ οἰκωφελεῖς | τὰ οἰκωφελῆ |
Γενική | τοῦ, τῆς οἰκωφελοῦς | τοῦ οἰκωφελοῦς | τῶν οἰκωφελῶν | τῶν οἰκωφελῶν |
Δοτική | τῷ, τῇ οἰκωφελεῖ | τῷ οἰκωφελεῖ | τοῖς, ταῖς οἰκωφελέσι(ν) | τοῖς οἰκωφελέσι(ν) |
Αιτιατική | τὸν, τὴν οἰκωφελῆ | τὸ οἰκωφελές | τοὺς, τὰς οἰκωφελεῖς | τὰ οἰκωφελῆ |
Κλητική | οἰκωφελές | οἰκωφελές | οἰκωφελεῖς | οἰκωφελῆ |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | οἰκωφελεῖ | |||
Γενική-Δοτική | οἰκωφελοῖν |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]οἰκωφελής,ής,ές
- εκείνος που αυξάνει τον οίκο, που τον προάγει