οἱ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Άρθρο[επεξεργασία]
οἱ
- η ονομαστική πληθυντικού του οριστικού άρθρου, αρσενικού γένους
Κλίση[επεξεργασία]
Ενικός | Πληθυντικός | Δυϊκός | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Αρσενικό | Θηλυκό | Ουδέτερο | Αρσενικό | Θηλυκό | Ουδέτερο | όλα τα γένη | Θηλ. (σπάνια) | ||
Ονομαστική | ὁ | ἡ | τό | οἱ | αἱ | τά | τώ | τά | |
Γενική | τοῦ | τῆς | τοῦ | τῶν | τοῖν | ταῖν | |||
Δοτική | τῷ | τῇ | τῷ | τοῖς | ταῖς | τοῖς | τοῖν | ταῖν | |
Αιτιατική | τόν | τήν | τό | τούς | τάς | τά | τώ | τά |
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας[επεξεργασία]
οἱ
- δοτική ενικού της προσωπικής αντωνυμίας γ' προσώπου