οἴκισις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οἴκισις < οἰκίζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οἴκισις αρσενικό

  1. η αποίκιση
  2. η κατάληψη από εποίκους