οἴκοι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οἴκοι < τοπική ενικού του οἶκος

Επίρρημα[επεξεργασία]

οἴκοι

  1. οίκοι, (μέσα) στο σπίτι, κατ᾿ οίκον, στην πατρίδα
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 24 (Ω. Ἕκτορος λύτρα.), στίχ. 240
    ὁ δὲ Τρῶας μὲν ἅπαντας
    αἰθούσης ἀπέεργεν ἔπεσσ’ αἰσχροῖσιν ἐνίσσων·
    «ἔρρετε, λωβητῆρες ἐλεγχέες· οὔ νυ καὶ ὑμῖν
    οἴκοι ἔνεστι γόος, ὅτι μ’ ἤλθετε κηδήσοντες;
    → δείτε λατινικά domī
  2. (ενάρθρως, ως επιθετικού προσδιορισμού ουσιαστικού: ὁ, τὸ, ἡ οἴκοι) αυτός που σχετίζεται με το σπίτι ή την πατρίδα
    ※  5ος↑ αιώνας Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 352
    πολλοῖσι δ᾽ ὄμβροις ἡλίου τε καύμασιν
    μοχθοῦσα τλήμων δεύτερ᾽ ἡγεῖται τὰ τῆς
    οἴκοι διαίτης, εἰ πατὴρ τροφὴν ἔχοι.
  3. (ενάρθρως, ουσιαστικοποιημένο)
    1. ἡ οἴκοι (εννοείται πόλις): η πατρίδα
      ※  5ος↑ αιώνας Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 759
      τήνδε τὴν πόλιν φίλως
      εἰπών· ἐπαξία γάρ· ἡ δ᾽ οἴκοι πλέον
      δίκῃ σέβοιτ᾽ ἄν, οὖσα σὴ πάλαι τροφός.
    2. τὰ οἴκοι:
      1. οι οικιακές υποθέσεις
        ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 6, 1.42
        εἴη δ’ ἂν ἐμποδών, εἰ ἡμᾶς φαίης παρασκευάζεσθαι ἐμβαλεῖν ποι τῆς ἐκείνων χώρας· ταῦτα γὰρ ἀκούοντες ἧττον ἂν παντὶ σθένει ἁθροίζοιντο, ἕκαστός τις φοβούμενος καὶ περὶ τῶν οἴκοι.
      2. τα οικιακά προϊόντα
        ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 2, 371a
        Δεῖ δὴ τὰ οἴκοι μὴ μόνον ἑαυτοῖς ποιεῖν ἱκανά, ἀλλὰ καὶ οἷα καὶ ὅσα ἐκείνοις ὧν ἂν δέωνται.
  4. προς το σπίτι, προς την πατρίδα, οίκαδε
    ※  6ος/5ος↓ αιώνας Ζώσιμος, Ἱστορία Νέα 2, 27.2[1]
    ἀσμένως ταῦτα περισῶσαι καὶ ἀπαγαγεῖν οἴκοι διενοήθησαν.

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]