Μετάβαση στο περιεχόμενο

οἷος

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: οἶος, ὄϊος, οἰός, οίος

Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οἷος < ὅ(ς) + -ιος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /hôi̯.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οἷος

Αντωνυμία

[επεξεργασία]

οἷος, -ᾱ, -ον

  • (αναφορική αντωνυμία) τέτοιος, τέτοιου είδους ή χαρακτήρα, τέτοιας ποιότητας, αυτού του είδους
    1. (επιφωνηματικά) εκφράζει έκπληξη ή θαυμασμό, τονίζεται με το δή
      1. (σε κύρια πρόταση)
         8ος αιώνας πκε  Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 5 (ε. Ἀπόπλους Ὀδυσσέως παρὰ Καλυψοῦς.), στίχ. 183
        «Ἦ δὴ ἀλιτρός γ᾽ ἐσσὶ καὶ οὐκ ἀποφώλια εἰδώς,
        οἷον δὴ τὸν μῦθον ἐπεφράσθης ἀγορεῦσαι.
        «Ω, παραείσαι πονηρός κι όχι μονάχα ξύπνιος,
        που τόλμησες να ξεστομίσεις τέτοιο λόγο.
        Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greeklanguage.gr
      2. (σε πλάγια πρόταση, όταν δεν μπορεί να εννοηθεί κάτι από τα συμφραζόμενα)
          5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 3, 1:15
        ἐπεὶ δὲ συνῆλθον, ἔλεξεν· Ἐγώ, ὦ ἄνδρες λοχαγοί, οὔτε καθεύδειν δύναμαι, ὥσπερ οἶμαι οὐδ᾽ ὑμεῖς, οὔτε κατακεῖσθαι ἔτι, ὁρῶν ἐν οἵοις ἐσμέν.
        Όταν μαζεύτηκαν, τους είπε: «Εγώ, λοχαγοί, ούτε να κοιμηθώ μπορώ, όπως νομίζω συμβαίνει και με σας, ούτε να είμαι άλλο ξαπλωμένος, βλέποντας σε ποιά κατάσταση βρισκόμαστε.
        Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greeklanguage.gr
    2. εμπεριέχει σύγκριση ή συμπέρασμα
      1. (στον Όμηρο)
         8ος αιώνας πκε  Ὅμηρος, Ἰλιάς, 22 (Χ. Ἕκτορος ἀναίρεσις.), στίχ. 317
        οἷος δ᾽ ἀστὴρ εἶσι μετ᾽ ἀστράσι νυκτὸς ἀμολγῷ
        και όπως μες στ᾽ άστρα προχωρεί λαμπρός ο αποσπερίτης,
        Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greeklanguage.gr
      2. (έλκει την πτώση που προηγείται) αντί οἷον Ἀθηναῖοι
          5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 7, 21.3
        καὶ πρὸς ἄνδρας τολμηρούς, οἵους καὶ Ἀθηναίους, τοὺς ἀντιτολμῶντας χαλεπωτάτους ἂν [αὐτοῖς] φαίνεσθαι
        Σε ανθρώπους τολμηρούς όπως οι Αθηναίοι, έπρεπε να δείξει κανείς επίσης τόλμη ώστε να φανεί πολύ επικίνδυνος εχθρός.
        Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greeklanguage.gr
    3. (με απαρέμφατο) δηλώνει αρμοδιότητα ή ικανότητα να κάνει κάποιος κάτι
      1. (στον Όμηρο)
         8ος αιώνας πκε  Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 2 (β. Ἰθακησίων ἐκκλησία καὶ Τηλεμάχου ἀποδημία.), στίχ. 272
        «Τηλέμαχ᾽, οὐδ᾽ ὄπιθεν κακὸς ἔσσεαι οὐδ᾽ ἀνοήμων,
        εἰ δή τοι σοῦ πατρὸς ἐνέστακται μένος ἠΰ,
        οἷος κεῖνος ἔην τελέσαι ἔργον τε ἔπος τε.
        «Τηλέμαχε, δεν θα φανείς μετά απ᾽ αυτό κακός κι αστόχαστος,
        φτάνει να ᾽χει σταλάξει μέσα σου το αντρίκειο θάρρος του πατέρα σου,
        όπως εκείνος ήξερε έργα και λόγια να τελειώνει.
        Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greeklanguage.gr

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]