οὐσίδιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οὐσίδιον < υποκοριστικό της λέξης οὐσία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οὐσίδιον ουδέτερο
- η μικρή περιουσία
οὐσίδιον ουδέτερο