οὐ καταισχυνῶ τά ὅπλα τά ἱερά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- → δείτε οὐ, καταισχύνω στον μέλλοντα καταισχυνῶ, ὅπλον και ἱερός στον πληθυντικό του ουδέτερου
Φράση[επεξεργασία]
οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά
- (αρχή του όρκου των Αθηναίων [έφηβος|εφήβων]]) δεν θα ντροπιάσω τα όπλα τα ιερά