οὑ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οὑ < → δείτε τη λέξη ὁ
Άρθρο
[επεξεργασία]οὑ
- (ιδιωματικό) ὁ
- Μυαλό δέν ἔχουν, αὐτός οὑ κόσμους, θά πῶ, εἶπεν ἡ θειά τό Μαλαμώ. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, το Χριστό στο Κάστρο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οὑ
→ δείτε τη λέξη ὁ |