οὕτως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οὕτως < οὗτος

Επίρρημα

[επεξεργασία]

οὕτως και οὕτω και οὑτωσί

  1. έτσι, τοιουτοτρόπως, με αυτόν τον τρόπο
  2. τόσο, τόσο πολύ (oὕτως + επίθετο ή επίρρημα)