οὗ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
οὗ
- (αναφορικό τοπικό) όπου
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οὗ < αιτιατική ἕ < πρωτοελληνική *hwe = ϝ̔ε < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *swé (εαυτού)
Αντωνυμία[επεξεργασία]
οὗ
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας[επεξεργασία]
οὗ
- γενική ενικού του αρσενικού (ὅς) και ουδετέρου (ὅ) της αρχαιοελληνικής αναφορικής αντωνυμίας ὅς
- γενική ενικού του γ' προσώπου της αρχαιοελληνικής προσωπικής αντωνυμίας
Κλίση[επεξεργασία]
Προσωπική Αντωνυμία | |||
---|---|---|---|
ενικός | |||
πτώση | α' πρόσωπο | β' πρόσωπο | γ' πρόσωπο |
ονομαστική | ἐγώ | σύ | - |
γενική | ἐμοῦ, μου | σοῦ, σου | (οὗ) |
δοτική | ἐμοί, μοι | σοί, σοι | οἷ, οἱ |
αιτιατική | ἐμέ, με | σέ, σει | (ἕ) |
κλητική | (οὗτος) | (αὕτη) | - |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | ἡμεῖς | ὑμεῖς | (σφεῖς) |
γενική | ἡμῶν | ὑμῶν | (σφῶν) |
δοτική | ἡμῖν | ὑμῖν | (σφίσι(ν)) |
αιτιατική | ἡμᾶς | ὑμᾶς | (σφᾶς) |
κλητική | - | - | - |
δυϊκός αριθμός: α' πρόσωπο ονομ.αιτ.: νώ, νῶϊ γενική, δοτική: νῷν β' πρόσωπο ονομ.αιτ.: σφώ, σφῶϊ γενική, δοτική: σφῷν |