ο που αγάλι αγάλι περπατεί, μακριά μπορεί να πάει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ο που αγάλι αγάλι περπατεί, μακριά μπορεί να πάει < → δείτε τις λέξεις αγάλι, περπατώ, μακριά, μπορώ και πηγαίνω
Προφορά
[επεξεργασία]
Παροιμία
[επεξεργασία]ο που αγάλι αγάλι περπατεί, μακριά μπορεί να πάει
- κάποιος ο οποίος πραγματοποιεί προσεκτικές ενέργειες μπορεί να πετύχει πολλά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ο που αγάλι αγάλι περπατεί, μακριά μπορεί να πάει
|
Πηγές
[επεξεργασία]- αγάλι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)