πάγιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πάγιο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πάγιος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πάγιο ουδέτερο
- ποσό που χρεώνεται σταθερά σε κάθε λογαριασμό που αφορά κατανάλωση ανεξάρτητα από το αν υπάρχει κατανάλωση και πόση
- πάλι αυξήσανε το πάγιο στο ρεύμα
- (λογιστική) περιουσιακό στοιχείο που χρησιμοποιείται μακροχρόνια (ωφέλιμη ζωή παγίου) από μια οικονομική μονάδα (οικόπεδα, κτίρια, μηχανήματα, έπιπλα, μεταφορικά μέσα, ευρεσιτεχνίες, κτλ.)
- Υπώνυμα: ενσώματο πάγιο, ασώματο πάγιο
- δείτε τη λέξη: υπολειμματική αξία
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πάγιο (λογιστική)
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
πάγιο