πάγιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πάγιο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πάγιος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πάγιο ουδέτερο

  1. ποσό που χρεώνεται σταθερά σε κάθε λογαριασμό που αφορά κατανάλωση ανεξάρτητα από το αν υπάρχει κατανάλωση και πόση
    πάλι αυξήσανε το πάγιο στο ρεύμα
  2. (λογιστική) περιουσιακό στοιχείο που χρησιμοποιείται μακροχρόνια (ωφέλιμη ζωή παγίου) από μια οικονομική μονάδα (οικόπεδα, κτίρια, μηχανήματα, έπιπλα, μεταφορικά μέσα, ευρεσιτεχνίες, κτλ.)
    Υπώνυμα: ενσώματο πάγιο, ασώματο πάγιο
    δείτε τη λέξη: υπολειμματική αξία

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

πάγιο