πάγιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πάγιος η πάγια το πάγιο
      γενική του πάγιου της πάγιας του πάγιου
    αιτιατική τον πάγιο την πάγια το πάγιο
     κλητική πάγιε πάγια πάγιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πάγιοι οι πάγιες τα πάγια
      γενική των πάγιων των πάγιων των πάγιων
    αιτιατική τους πάγιους τις πάγιες τα πάγια
     κλητική πάγιοι πάγιες πάγια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πάγιος < μεσαιωνική ελληνική πάγιος

Επίθετο[επεξεργασία]

πάγιος

  1. σταθερός, αμετάβλητος
  2. το ουδέτερο ως ουσ. το πάγιο → δείτε τη λέξη 

Συγγενικά[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]