πάγιος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πάγιος | η | πάγια | το | πάγιο |
γενική | του | πάγιου | της | πάγιας | του | πάγιου |
αιτιατική | τον | πάγιο | την | πάγια | το | πάγιο |
κλητική | πάγιε | πάγια | πάγιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πάγιοι | οι | πάγιες | τα | πάγια |
γενική | των | πάγιων | των | πάγιων | των | πάγιων |
αιτιατική | τους | πάγιους | τις | πάγιες | τα | πάγια |
κλητική | πάγιοι | πάγιες | πάγια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]πάγιος < μεσαιωνική ελληνική πάγιος
Επίθετο
[επεξεργασία]πάγιος
- σταθερός, αμετάβλητος
- ※ Οι δυνατότητες επικοινωνίας μεταξύ των επιμέρους κοινωνιών των χωρικών είναι εξαιρετικά περιορισμένες, και ο συνδετικός κρίκος που συναρθρώνει όλες αυτές τις κοινωνίες σε ένα σύνολο δεν είναι άλλος από το κράτος, με τους πάγιους αλλά και περιστασιακούς μηχανισμούς του (Κώστας Κωστής, Ξανακοιτώντας την ιστορία του κράτους στην Ελλάδα (19ος - 21ος αιώνας), εκδ. Πατάκης, 2024)
- το ουδέτερο ως ουσ. το πάγιο → δείτε τη λέξη