πάγκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πάγκα οι πάγκες
      γενική της πάγκας των πάγκων
    αιτιατική την πάγκα τις πάγκες
     κλητική πάγκα πάγκες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πάγκα < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpaŋ.ga/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πά‐γκα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πάγκα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Επιτροπής Φιλολόγων (χ.χ. [≈1961]), Σύγχρονον λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Άτλας, σελ. 1434.