πάγκοινος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πάγκοινος < αρχαία ελληνική < παν- + κοινός

Επίθετο[επεξεργασία]

πάγκοινος, -η, -ο

  1. που ανήκει σε όλους, κοινός σε όλους
  2. που είναι ιδιαιτέρως κοινό
    ※  ωςτόσο βγήκανε στη μέση τα ονόματα τελωνοφυλίκι (στου Γκίκα Της εξοχής, σ.194) και τα πάγκοινα δημαρχιλίκι (στο ί.μ. 202), βουλεφτηλίκι, προεδριλίκι. (Ιωάννης Ψυχάρης, Ρόδα και μήλα, Εστία, 1906)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]