πάγκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πάγκος | οι | πάγκοι |
γενική | του | πάγκου | των | πάγκων |
αιτιατική | τον | πάγκο | τους | πάγκους |
κλητική | πάγκε | πάγκοι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πάγκος < μεσαιωνική ελληνική πάγκος / μπάγκος < ιταλική banco
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πάγκος αρσενικό και μπάγκος
- μακρύ ξύλινο ή μεταλλικό κάθισμα σε δημόσιους χώρους
- μακρόστενη ορθογώνια επιφάνεια σε ύψος κατάλληλο για διάφορες εργασίες όπως πχ. το μαγείρεμα, που γίνονται από όρθια συνήθως θέση
- πάγκος κουζίνας, πάγκος εργασίας
- ορθογώνια επιμήκης κατασκευή σε παντοπωλείο ή καφενείο, πίσω από την οποία εργάζεται ο μαγαζάτορας
- επιμήκης κατασκευή σε ανοιχτούς χώρους, πάνω στην οποία εκτίθενται εμπορεύματα
- (ναυτικός όρος) αβαθής βραχώδης βυθός ή βραχώδης νησίδα που εξέχει λίγο επάνω από την επιφάνεια της θάλασσας
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μακρόστενη επιφάνεια για διάφορες εργασίες
επιμήκης κατασκευή σε ανοιχτούς χώρους για έκθεση προϊόντων
αβαθής βραχώδης βυθός
|