πάγκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πάγκος | οι | πάγκοι |
γενική | του | πάγκου | των | πάγκων |
αιτιατική | τον | πάγκο | τους | πάγκους |
κλητική | πάγκε | πάγκοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πάγκος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πάγκος / μπάγκος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpaŋ.ɡos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πά‐γκος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πάγκος αρσενικό και μπάγκος
- μακρύ ξύλινο ή μεταλλικό κάθισμα χωρίς πλάτη για πολλά άτομα σε δημόσιους χώρους
- → δείτε και τη λέξη παγκάκι
- μακρόστενη ορθογώνια επιφάνεια σε ύψος κατάλληλο για διάφορες εργασίες όπως πχ. το μαγείρεμα, που γίνονται από όρθια συνήθως θέση
- ↪ πάγκος κουζίνας, πάγκος εργασίας
- ορθογώνια επιμήκης κατασκευή σε παντοπωλείο ή καφενείο, πίσω από την οποία εργάζεται ο μαγαζάτορας
- επιμήκης κατασκευή σε ανοιχτούς χώρους, πάνω στην οποία εκτίθενται εμπορεύματα
- (ναυτικός όρος) συνώνυμο του ξέρα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μακρόστενη επιφάνεια για διάφορες εργασίες
επιμήκης κατασκευή σε ανοιχτούς χώρους για έκθεση προϊόντων
αβαθής βραχώδης βυθός
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πάγκος αρσενικό
- άλλη μορφή του μπάγκος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)