πάγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πᾶγος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πάγος οι πάγοι
      γενική του πάγου των πάγων
    αιτιατική τον πάγο τους πάγους
     κλητική πάγε πάγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Kομμάτι πάγου

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πάγος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πάγος < πήγνυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peh₂ǵ- (προσκολλώ, συνάπτω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpa.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πά‐γος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πάγος αρσενικό

  1. η στερεά μορφή που παίρνει το νερό, όταν ψυχθεί σε θερμοκρασία κάτω των 0 βαθμών Κελσίου
    η κατάψυξη του ψυγείου έχει μαζέψει πολύ πάγο
  2. η παγωμένη επιφάνεια ενός υδάτινου όγκου
    καλλιτεχνικό πατινάζ πάνω στον πάγο
  3. μια μικρή ή μεγάλη μάζα πάγου
    πίνει το ποτό του με πάγο
  4. οτιδήποτε γίνεται αισθητό ως πολύ παγωμένο
    η θάλασσα είναι πάγος
  5. o παγετός, το έντονο ψύχος, η παγωνιά
    οι οδηγοί να είναι προσεκτικοί, διότι το πρωί θα έχει πάγο στους δρόμους
  6. (μεταφορικά) ο ψυχρός άνθρωπος

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • βάζω στον πάγο: αφήνω κάποιον σε αχρηστία, διακόπτω τη δραστηριότητα
  • σπάω τον πάγο: διαλύω την αρχική αμηχανία

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πάγος οἱ πάγοι
      γενική τοῦ πάγου τῶν πάγων
      δοτική τῷ πάγ τοῖς πάγοις
    αιτιατική τὸν πάγον τοὺς πάγους
     κλητική ! πάγε πάγοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πάγω
γεν-δοτ τοῖν  πάγοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πάγος < θέμα πᾱγ- του ρήματος πήγνυμι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πάγος αρσενικό

  1. βράχος
  2. παγετός
  3. το αλάτι που βρίσκουμε στις αλυκές μετά την εξάτμιση του θαλασσινού νερού
  4. θρόμβος αίματος, το πηγμένο αίμα