πάγχυ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πάγχυ < πᾶν ή πᾶς + χι (κατά το οὐχί, ναιχί) + την επίδραση που δέχτηκε από το πάνυ

Επίρρημα[επεξεργασία]

πάγχυ (στην ιωνική αντί του πάνυ)

  • πάγχυ τε ἐλπίσας καταλύσειν τὴν Κύρου βασιληίην (:παντελώς βέβαιος ότι θα καταλύσει το βασίλειο του Κύρου)
  • νῦν δ᾽ αὖ καὶ πολὺ μεῖζον, ὃ δὴ τάχα οἶκον ἅπαντα πάγχυ διαρραίσει, βίοτον δ᾽ ἀπὸ πάμπαν ὀλέσσει (:τώρα ήρθε κι άλλο πολύ χειρότερο κακό που άμεσα θα καταστρέψει εντελώς τα πάντα στον οίκο μου και θα γίνει αιτία να χαθεί όλο το βιος μου -Οδυσ.2.39)
  • πάγχυ σφέας καταδόξαντες εἶναι κλῶπας.... (:εντελώς πεπεισμένοι ότι επρόκειτο για κλέφτες