πάγωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πάγωμα τα παγώματα
      γενική του παγώματος των παγωμάτων
    αιτιατική το πάγωμα τα παγώματα
     κλητική πάγωμα παγώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πάγωμα < μεσαιωνική ελληνική < παγώνω < παγόω < πάγος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πάγωμα ουδέτερο

  1. η μετατροπή του νερού (ή άλλου υγρού) σε πάγο
    • η πτώση της θερμοκρασίας ενός σώματος σε πολύ χαμηλά επίπεδα
     συνώνυμα: ψύξη
  2. η διακοπή, παύση ή αναστολή μιας κίνησης
    1. το σταμάτημα μιας κινούμενης εικόνας
    2. το σταμάτημα μιας διαδικασίας
      το σλοβενικό βέτο προκάλεσε το πάγωμα των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Κροατίας
    3. (για αριθμητικά μεγέθη) η σταθεροποίηση σε μια τιμή
      η κυβέρνηση λόγω της κρίσης αποφάσισε το πάγωμα των μισθών για ένα χρόνο

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Συχνά η λέξη πάγωμα, όταν έχει την έννοια του ορισμού 2, γράφεται εντός εισαγωγικών. Πάντως η αναγραφή της λέξης εντός εισαγωγικών ενδέχεται να μην είναι ορθογραφικώς ορθή.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]