πάει
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]πάει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πηγαίνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πηγαίνω
- θα πάει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πηγαίνω