Μετάβαση στο περιεχόμενο

πάθει

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: πάθη

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

πάθει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος παθαίνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παθαίνω
  3. θα πάθει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παθαίνω