πάλαι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πάλαι < αρχαία ελληνική πάλαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷel- ((αναποδο)γυρίζω)
Επίρρημα
[επεξεργασία]πάλαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πάλαι
|