πάλι
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πάλι (επίρρημα) < μεταγενέστερη ελληνική πάλι < αρχαία ελληνική πάλιν
- πάλι (ουσιαστικό) < σανσκριτικά पालिभाषा (pālibhāṣā, “γλώσσα-διάλεκτος των ιερών κειμένων”) < पालि (pāli, “γραμμή, κείμενο (ιερού κανόνα/ιερού κώδικα/ιερού βιβλίου)”).
Προφορά[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
πάλι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ουδέτερο μόνο στον πληθυντικό ή θηλυκό μόνο στον ενικό
- γλώσσα ιερών σανσκριτικών κειμένων
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- και πάλι: ξανά
- στους δρόμους και πάλι οι φοιτητές
- πάλι καλά: δηλώνει ότι μια κατάσταση θα μπορούσε να είναι χειρότερη
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη: πάλιν