πάμπολλα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]πάμπολλα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πάμπολλοι
Πηγές
[επεξεργασία]- «πάμπολλοι», στην Παράλληλη αναζήτηση του ιστότοπου: greek language.gr - η Πύλη για την ελληνική γλώσσα (του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας).
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]πάμπολλα
- ουδέτερο του πάμπολυς στον πληθυντικό
Επίρρημα
[επεξεργασία]πάμπολλα επιρρηματική χρήση του ουδετέρου του επιθέτου
- πάρα πολύ
Πηγές
[επεξεργασία]- πάμπολλα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].