πάνε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πανέ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpa.ne/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πά‐νε

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

πάνε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πηγαίνω
  2. θα πάνε: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πηγαίνω
  3. (ιδιωματικό) β' ενικό προστακτικής ενεστώτα του ρήματος πηγαίνω: πήγαινε