πάνω κάτω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
πάνω κάτω
- (κυριολεκτικά) πάνω και μετά κάτω κατ' εξακολούθηση, με μεγάλη συχνότητα ή νευρωτικά
- όλη την ώρα πάει πάνω κάτω και δεν λέει να κάτσει ήσυχα
- περίπου
- περίγραψέ μου τι θες να κάνεις πάνω κάτω
- ουσιαστικά, τελικά, δηλαδή, με λίγα λόγια, λίγο πολύ, ούτε λίγο, ούτε πολύ
- πάνω κάτω μου λες ότι θες να σου κάνω μείωση στο νοίκι