πάνω κάτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

→ δείτε τις λέξεις πάνω και κάτω

Έκφραση[επεξεργασία]

πάνω κάτω

  1. (κυριολεκτικά) πάνω και μετά κάτω κατ' εξακολούθηση, με μεγάλη συχνότητα ή νευρωτικά
    • όλη την ώρα πάει πάνω κάτω και δεν λέει να κάτσει ήσυχα
  2. περίπου
    • περίγραψέ μου τι θες να κάνεις πάνω κάτω
  3. ουσιαστικά, τελικά, δηλαδή, με λίγα λόγια, λίγο πολύ, ούτε λίγο, ούτε πολύ
    • πάνω κάτω μου λες ότι θες να σου κάνω μείωση στο νοίκι

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]