Μετάβαση στο περιεχόμενο

πάρ' τ' αβγό και κούρευ' το

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πάρ' τ' αβγό και κούρευ' το <  δείτε τις λέξεις παίρνω, αβγό και κουρεύω Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpaɾ taˈvɣo ce‿ˈku.ɾe.fto/

Έκφραση

[επεξεργασία]

πάρ' τ' αβγό και κούρευ' το

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • αβγό - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)