πάροδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πάροδος | οι | πάροδοι |
γενική | της | παρόδου | των | παρόδων |
αιτιατική | την | πάροδο | τις | παρόδους |
κλητική | πάροδε | πάροδοι | ||
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πάροδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πάροδος
- (χρονικό διάστημα) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική passage[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpa.ɾo.ðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πά‐ρο‐δος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πάροδος θηλυκό
- ο δρόμος που οδηγεί σε άλλον μεγαλύτερο και πιο κεντρικό
- η κάθε μία από τις πλάγιες εισόδους του αρχαίου θεάτρου από τις οποίες έμπαινε ο χορός στη σκηνή.
- ↪ από την δεξιά πάροδο του θεάτρου έμπαιναν πάντοτε αυτοί που ερχόντουσαν(στο έργο) από την πόλη ή το λιμάνι, ενώ από την αριστερή αυτοί που ερχόντουσαν από την ύπαιθρο.
- το λυρικό τμήμα του αρχαίου θεατρικού έργου που τραγουδούσε ο χορός κατά την είσοδό του
- το πέρασμα κάποιου χρονικού διαστήματος, η παρέλευση κάποιου χρόνου.
- ↪ με την πάροδο του χρόνου χτίστηκαν σχολεία.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πάροδος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ πάροδος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'άμπελος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)