πάσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πάσα | οι | πάσες |
γενική | της | πάσας | — | |
αιτιατική | την | πάσα | τις | πάσες |
κλητική | πάσα | πάσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpa.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πά‐σα
- τονικό παρώνυμο: πασά
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- πάσα < πασ(άρω) + κατάληξη θηλυκού -α (αναδρομικός σχηματισμός)[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πάσα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) η μεταβίβαση
- (ειδικότερα, αθλητισμός) η μεταβίβαση της μπάλας σε συμπαίκτη, σύμφωνα με τους αντίστοιχους κανονισμούς για κάθε άθλημα
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
πάσα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
Αντωνυμία[επεξεργασία]
πάσα άκλιτο (αόριστη αντωνυμία)
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας[επεξεργασία]
πάσα θηλυκό
[επεξεργασία]
- ↑ 1,0 1,1 πάσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -α, θηλυκό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από αναδρομικό σχηματισμό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Αντωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Αντωνυμίες άκλιτες (νέα ελληνικά)
- Αόριστες αντωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι αντωνυμιών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)