πάσαρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πάσαρα | οι | πάσαρες |
γενική | της | πάσαρας | — | |
αιτιατική | την | πάσαρα | τις | πάσαρες |
κλητική | πάσαρα | πάσαρες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πάσαρα < καταλανική passara < passar < δημώδης λατινική *passāre < λατινική passum < pando < πρωτοϊταλική *patnō < πρωτοϊταλική *peth₂- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πάσαρα θηλυκό
- (παρωχημένο, ιδιωματικό, ναυτικός όρος) μικρή, στενή και ελαφριά λέμβος
- ※ Ἔφερεν καὶ τὲς πάσαρες καὶ τὲς ἔβαλεν εἰς τὸν Πόρον ὁ Ἰμπραΐμης, ὅστις, καθὼς ἔπεσεν τὸ Βασιλάδι, ἔφερεν ἐκεῖ ἕως δέκα–δώδεκα κανόνια καὶ βόμβες. (Νικόλαος Κασομούλης, Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων, 1821–1833, εισαγωγή και σημειώσεις Γιάννης Βλαχογιάννης, Χορηγία Παγκείου Επιτροπής, τ. 2, Αθήνα 1941, σελ. 210)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πάσαρα
|
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]πάσαρα
- α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος πασάρω
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα καταλανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα δημώδη λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊταλική (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικοί τύποι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)