πάσαρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πασάρα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πάσαρα οι πάσαρες
      γενική της πάσαρας
    αιτιατική την πάσαρα τις πάσαρες
     κλητική πάσαρα πάσαρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πάσαρα < καταλανική passara < passar < δημώδης λατινική *passāre < λατινική passum < pando < πρωτοϊταλική *patnō < πρωτοϊταλική *peth₂- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πάσαρα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

πάσαρα

  • α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος πασάρω