πάταγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πάταγος | οι | πάταγοι |
γενική | του | πάταγου | των | πάταγων |
αιτιατική | τον | πάταγο | τους | πάταγους |
κλητική | πάταγε | πάταγοι | ||
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]πάταγος < αρχαία ελληνική πάταγος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpa.ta.ɣos/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πάταγος αρσενικό
- δυνατός κρότος κυρίως από σύγκρουση ή σπάσιμο στερεών σωμάτων
- (μεταφορικά) θετική ή αρνητική μεγάλη εντύπωση και αίσθηση που προκαλείται από κάποιο γεγονός
- (γενικότερα) θόρυβος[1]
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- ↑ Νέον ορθογραφικόν ερμηνευτικόν λεξικόν, Δημήτριος Δημητράκος, Αθήνα 1970, σελ. 1075