πάτα με να σε πατώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πάτα με να σε πατώ < πατάω
Έκφραση[επεξεργασία]
πάτα με να σε πατώ
- δημώδης έκφραση που λέγεται σε περιπτώσεις μεγάλων σχετικά συναθροίσεων ανθρώπων σε πολύ μικρούς και κλειστούς χώρους, όπου η παραμικρή μετακίνηση καθίσταται αδύνατη
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- πατείς με, πατώ σε
- δεν έπεφτε ούτε καρφίτσα
- σαν τις παστωμένες σαρδέλες
- σαν τις σαρδέλες
- στριμωξίδι του θανατά
- έχανες την αναπνοή σου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πάτα με να σε πατώ
|