πάτρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Πάτρα

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πατρᾱ-, αλλού πατρᾰ-
ονομαστική πάτρ αἱ ...?...αι
      γενική τῆς πάτρᾱς τῶν πατρῶν
      δοτική τῇ πάτρ ταῖς πάτραις
    αιτιατική τὴν πάτρᾱν τὰς πάτρᾱς
     κλητική ! πάτρ ...?...αι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πάτρ
γεν-δοτ τοῖν  πάτραιν
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία
του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα.
Δεν γνωρίζουμε πώς τονίζεται η ονομαστική πληθυντικού.
1η κλίση, Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πάτρα θηλυκό

  1. η πατρική γη, η πατρίδα
     συνώνυμα: πατρίς
  2. πατρότητα, καταγωγή
  3. η γενιά, το σόι
     συνώνυμα: πατριά

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]