πάχνιασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πάχνιασμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παχνιάζω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
η τοποθέτηση τροφής στο παχνί για τα ζώα
|
η κάλυψη με πάχνη
|