πάω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πάω < μεσαιωνική ελληνική πάγω < αρχαία ελληνική ὑπάγω
Ρήμα
[επεξεργασία]πάω
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]- η ελλειπτική μορφή πα' χρησιμοποιείται, κυρίως προφορικά, για οποιαδήποτε μορφή του πάω (πας, πάει, πάμε, πάτε, πάνε)
- λέω να πα' να φάω κάνα σουβλάκι
- η μορφή πάω είναι ταυτόσημη με το πηγαίνω μόνο στον ενεστώτα (στους υπόλοιπους χρόνους το πάω χρησιμοποιείται για στιγμιαία κίνηση σε αντίθεση με τις μορφές που περιέχουν το "παγ-" ή το "πηγ-" οι οποίες χρησιμοποιούνται για εξακολουθητική κίνηση)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πάω
|