πέκαν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πέκαν < αγγλική pecan < γαλλική (αμερικανική) pacane < μαϊάμι-ιλλινόις γλώσσα pakani

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πέκαν ουδέτερο άκλιτο

→ δείτε τη λέξη πεκάν