πέλεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πέλει αἱ πέλειαι
      γενική τῆς πελείᾱς τῶν πελειῶν
      δοτική τῇ πελεί ταῖς πελείαις
    αιτιατική τὴν πέλειᾰν τὰς πελείᾱς
     κλητική ! πέλει πέλειαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πελεί
γεν-δοτ τοῖν  πελείαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πέλεια < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pelH- (γκρι) / *pel-[1] (γκρι)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πέλεια, -ας θηλυκό

  1. (ζωολογία) αγριοπερίστερο (Columba livia)
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 21 (Φ. Μάχη παραποτάμιος.), στίχ. 493 (στίχοι 493-495)
    δακρυόεσσα δ᾽ ὕπαιθα θεὰ φύγεν ὥς τε πέλεια, | ἥ ῥά θ᾽ ὑπ᾽ ἴρηκος κοίλην εἰσέπτατο πέτρην, | χηραμόν· οὐδ᾽ ἄρα τῇ γε ἁλώμεναι αἴσιμον ἦεν·
    Κλαίοντας έφυγε η θεά, καθώς πετά τρυγόνα | από γεράκι φεύγοντας εις χαραμάδα βράχου, | ότι γι᾽ αυτήν δεν έφθασεν η ώρα του θανάτου·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 23 (Ψ. Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ.), στίχ. 874 (στίχοι 874-875)
    ὕψι δ᾽ ὑπὸ νεφέων εἶδε τρήρωνα πέλειαν· | τῇ ῥ᾽ ὅ γε δινεύουσαν ὑπὸ πτέρυγος βάλε μέσσην,
    Το περιστέρ᾽ είδε υψηλά στα σύννεφ᾽ από κάτω | να φέρνει γύρες ήσυχα, και κάτω απ᾽ την φτερούγα κατάστηθα το ετόξευσε
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 15 (ο. Τηλεμάχου ἐπάνοδος.), στίχ. 527 (στίχοι 526-528)
    ἐν δὲ πόδεσσι | τίλλε πέλειαν ἔχων, κατὰ δὲ πτερὰ χεῦεν ἔραζε | μεσσηγὺς νηός τε καὶ αὐτοῦ Τηλεμάχοιο.
    Στα πόδια του | κρατώντας περιστέρα, τη μαδούσε και τα φτερά σκορπούσε καταγής, | στο πλοίο ανάμεσα και στον Τηλέμαχο.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  2. (στον πληθυντικό) (αἱ πέλειαι) προφήτιδες ιέρειες της Δωδώνης

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. «The bird was clearly named after its color, like e.g. Lat. palumbēs 'dove', palleō 'to be pale'. It could reflect a u- stem *πελύς 'grey', cognate with πελιός, πολιός, πελιτνός. The priestesses in Dodona (like the aged people in Cos and Epirus) were called "doves" because of the color of their hair. Cf. - πελιδνός.» Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

Πηγές[επεξεργασία]