πέλεκας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πέλεκας αρσενικό
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- πέλεκας < πελέκ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -ας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πέλεκας αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πέλεκας
|
Πηγές[επεξεργασία]
- πέλεκας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)