πέλεκας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πέλεκας οι πέλεκες
      γενική του πέλεκα των πελέκων
    αιτιατική τον πέλεκα τους πέλεκες
     κλητική πέλεκα πέλεκες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
πέλεκας < πελεκάνος με επίδραση του πέλεκας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πέλεκας αρσενικό

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
πέλεκας < πελέκ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -ας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πέλεκας αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]