πέλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πέλος | τα | πέλη |
γενική | του | πέλους | των | πελών |
αιτιατική | το | πέλος | τα | πέλη |
κλητική | πέλος | πέλη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πέλος < (άμεσο δάνειο) ιταλική pelo + -ος < λατινική pilus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pil- (τρίχα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πέλος ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πέλος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Υφάσματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)