πέναλτι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

λίγο πριν από την εκτέλεση ενός πέναλτι

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πέναλτι < (άμεσο δάνειο) αγγλική penalty < γαλλική pénalité < pénal +‎ -ité < λατινική poenalis < poena < αρχαία ελληνική ποινή (αντιδάνειο)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpe.nal.ti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πέ‐ναλ‐τι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πέναλτι ουδέτερο άκλιτο

  1. (αθλητισμός) βαρύ λάθος που γίνεται από έναν ποδοσφαιριστή, ενώ η μπάλα βρίσκεται στη μεγάλη περιοχή της ομάδας του
  2. (αθλητισμός) λάκτισμα που εκτελείται από έναν παίκτη της αντίπαλης ομάδας απέναντι στον αμυνόμενο τερματοφύλακα μετά από φάουλ στη μεγάλη περιοχή

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]