πέος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πέος | τα | πέη |
γενική | του | πέους | των | πεών |
αιτιατική | το | πέος | τα | πέη |
κλητική | πέος | πέη | ||
όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πέος < (λόγιο) αρχαία ελληνική πέος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πέος ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (ανατομία) το όργανο ούρησης και συνουσίας στα αρσενικά θηλαστικά, ορισμένα πτηνά και άλλα ζώα
- ※ Ήταν ένα πέος στη Δήλο / που ψήλωνε κάτω απ’ τον ήλιο·» (Γιώργος Σεφέρης/Μαθιός Πασχάλης, Τα εντεψίζικα*)
Σύνθετα[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συνηθισμένες ονομασίες...
Χυδαίες ονομασίες...
και τα... υπερθετικά τους...
Πιο... ουδέτερες ονομασίες...
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πέος
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πέος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pes-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πέος ουδέτερο
Πηγές[επεξεργασία]
- πέος στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «πέος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσος'
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι διαχρονικοί δανεισμοί από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Ανατομία (αρχαία ελληνικά)