πέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πέρα <
Επίρρημα[επεξεργασία]
πέρα
- σε σημείο που βρίσκεται πιο μακριά από αυτόν που μιλάει
- πήγαινε κάπου πέρα αν θες να καπνίσεις για να μη μας ντουμανιάσεις
- σε χρονικό σημείο που βρίσκεται μετά από το χρόνο που αναφέρεται, μετά
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- κάνω πέρα:
- υποχωρώ, απομακρύνομαι
- (κάποιον ή κάτι) απομακρύνω
- πέρα-δώθε
- πέρα από
- πέρα για πέρα:
- πάρα πολύ
- από τη μία άκρη μέχρι την άλλη
- τα βγάζω πέρα: τα καταφέρνω (ιδιαίτερα για οικονομικά)
- (ποσότητα από κάτι) την ημέρα, το γιατρό τον κάνει(/κάνουν) πέρα: έκφραση που χρησιμοποιείται για να δώσει έμφαση στην αξία κάποιου αντικειμένου, κατάστασης ή ενέργειας, πολλές φορές και ειρωνικά
- ένα μήλο την ημέρα, το γιατρό τον κάνει πέρα
- δέκα κάμψεις την ημέρα, το γιατρό τον κάνουν πέρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πέρα
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
πέρα < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα[επεξεργασία]
πέρα
- από δεδομένο σημείο και μετά
Σημειώσεις[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη πέραν