πέρα βρέχει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πέρα βρέχει < → λείπει η ετυμολογία
Έκφραση[επεξεργασία]
πέρα βρέχει
- επιρρηματικά η αδιαφορία
- του είπανε ότι έχει πέσει ο τοίχος στην πίσω αυλή και αυτός πέρα βρέχει, σαν να μην το άκουσε καθόλου
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πέρα βρέχει
|