πέρα βρέχει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πέρα βρέχει < λείπει η ετυμολογία

Έκφραση[επεξεργασία]

πέρα βρέχει

  1. επιρρηματικά η αδιαφορία
    του είπανε ότι έχει πέσει ο τοίχος στην πίσω αυλή και αυτός πέρα βρέχει, σαν να μην το άκουσε καθόλου

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]