Μετάβαση στο περιεχόμενο

πέρκη

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πέρκη αἱ πέρκαι
      γενική τῆς πέρκης τῶν περκῶν
      δοτική τῇ πέρκ ταῖς πέρκαις
    αιτιατική τὴν πέρκην τὰς πέρκᾱς
     κλητική ! πέρκη πέρκαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πέρκ
γεν-δοτ τοῖν  πέρκαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πέρκη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πέρκη, -ης θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)