πέρσι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Πέρσι, Πέρση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πέρσι < μεσαιωνική ελληνική πέρσι < αρχαία ελληνική πέρυσι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peruti (πέρυσι) < *per + *ut(i), τοπική ενικού του *wet- (έτος)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpeɾ.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πέρ‐σι
ομόηχο: Πέρσι, Πέρσυ
τονικό παρώνυμο: Περσύ

Επίρρημα[επεξεργασία]

πέρσι

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • κάθε πέρσι και καλύτερα:
  • πέρσι κάηκε, φέτος μύρισε: για γεγονός που άργησε να γίνει γνωστό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]